εσύ πώς θα βάφτιζες την εργασία για να την πληρώσεις λιγότερο;

ή μήπως βαφτίζουν την εργασία μας “πρακτική άσκηση” για να μας πληρώνουν λιγότερο;

Τα τελευταία χρόνια, στην προσπάθεια του κεφαλαίου να επιλύσει σε όφελός του την καπιταλιστική κρίση, ενσωματώνοντας παράλληλα στρεβλά ένα μέρος της κριτικής προηγούμενων κύκλων αγώνων των τελευταίων δεκαετιών, επιχειρείται μια γενικευμένη αναδιάρθρωση των εργασιακών σχέσεων.

Κομμάτι της αναδιάρθρωσης αυτής είναι και η ολοένα μεγαλύτερη έμφαση που δίνεται στην αποκαλούμενη από τα αφεντικά «πρακτική άσκηση» των φοιτητών/φοιτητριών. Οι λέξεις που χρησιμοποιούνται όταν οι από πάνω μιλούν για τις ζωές μας, και ακόμη περισσότερο για την εργασία μας, δεν είναι ποτέ αθώες. Εν προκειμένω, η επιλογή να ονομάζεται μια νέα εργαζόμενη  «ασκούμενη», η εργασία της «άσκηση» και ο μισθός «επιδότηση» δεν είναι τυχαία. Έχει το βλέμμα στραμμένο στο διαρκές διπλό ζητούμενο για όσους επωφελούνται από την εκμετάλλευση: από τη μια το να πληρώνουν όσο το δυνατόν λιγότερο την εργασία που εκμεταλλεύονται, αυξάνοντας έτσι το περιθώριο κέρδους τους, και από την άλλη το να διαιρούν όσο το δυνατόν περισσότερο τις κοινότητες των εκμεταλλευόμενων, ώστε να ελέγχουν και να διαχειρίζονται αναίμακτα τις τυχόν αντιδράσεις.

Ως αποτέλεσμα αυτής της επιλογής, τα τελευταία χρόνια έχουμε δει την εργασία, ειδικά των νέων εργαζομένων, να ονομάζεται με κάθε άλλο τρόπο εκτός από εργασία και τις εργαζόμενες με κάθε άλλο τρόπο εκτός από τέτοιες (κοινωφελής εργασία & ωφελούμενοι, πρακτική άσκηση φοιτητριών ή ανέργων & ασκούμενες, μαθητεία & μαθητευόμενοι). Το πού αποβλέπουν τα αφεντικά, μέσα από όλη αυτή την υποτιθέμενη διαφοροποίηση ονομάτων, ξεκαθαρίζει αν κοιτάξει κανείς τις αμοιβές και τα δικαιώματα της κάθε φυλής εργαζομένων. Για να δώσουμε μερικά παραδείγματα, οι “ωφελούμενοι” των κοινωφελών και οι “ασκούμενες” πρακτικής άσκησης δε δικαιούνται άδειες, ενώ ο βασικός μισθός για τους εργαζόμενους έως 25 ετών είναι 480€ (10% χαμηλότερος σε σχέση με τα 530€ των υπολοίπων) με το πρόσχημα ότι μαθητεύουν.

Πιο συγκεκριμένα, οι ασκούμενοι πρακτικής άσκησης δε δικαιούνται ένσημα, ενώ συχνά δουλεύουν εντελώς απλήρωτοι. Αλλά ακόμη και στις περιπτώσεις που πληρώνονται κάποια χρήματα, αυτά είναι ελάχιστα. Ενδεικτικά, στην τελευταία προκήρυξη αμειβόμενων πρακτικών ασκήσεων μέσω ΕΣΠΑ για το ΑΠΘ, το πραγματικό νόημα της υποκατάστασης της λέξης μισθός από τη λέξη επιδότηση μεταφράζεται σε 250€ μεικτά, το οποίο σημαίνει ότι: όταν κάποιος είναι ήδη ασφαλισμένος θα λαμβάνει 240€ μηνιαίως για 5θήμερο-7ωρο (50% του βασικού μισθού), ενώ αν είναι ανασφάλιστος, μόλις 180€ (37,5% του βασικού μισθού) μηνιαίως, καθώς θα πρέπει να δίνει 70€ ανά μήνα για την ασφαλιστική του κάλυψη, η οποία θα είναι του κατώτατου επιπέδου (ασφάλιση έναντι εργατικού ατυχήματος).

Ανασυνθέτοντας κανείς τα επιμέρους δεδομένα, η συνολική εικόνα γίνεται ευκρινής. Είναι σαφές ότι το να υπάρχουν εργαζόμενοι που δεν έχουν δικαιώματα αδειών και ενσήμων και που για την ίδια δουλειά πληρώνονται το μισό, το ένα τρίτο ή και καθόλου είναι χρυσή ευκαιρία για την ευρωστία κάθε αφεντικού. Τόσο ως μια άμεση πηγή αποδοτικής εκμετάλλευσης, όσο και ως όπλο εκβιασμού και άλλων εργαζομένων του ίδιου αντικειμένου, ώστε να αποδεχτούν την υποτίμησή και της δικής τους εργασίας προκειμένου να μην απολυθούν.

η πρακτική είναι εργασία
και πρέπει να αμείβεται σαν εργασία

Βιώνουμε μία επισφαλή συνθήκη, όπου για να εξασφαλίζουμε την εργασία μας (είτε παρατείνοντάς την εκεί που ήδη δουλεύουμε είτε κυνηγώντας την επόμενη), πρέπει να αυξάνουμε και να εξειδικεύουμε διαρκώς τις γνώσεις και τις δεξιότητές μας. Κομμάτι αυτού του κυνηγητού, ειδικά σε περιόδους υψηλής ανεργίας, αποτελεί για κάποιες από εμάς η πρακτική άσκηση. Γιατί μέσω αυτής χτίζουμε το ατομικό μας κεφάλαιο, προσθέτοντας γραμμές στα βιογραφικά μας, αποκτώντας εμπειρία και βγάζοντας χρήματα.

Το ότι εμείς επιλέγουμε να κάνουμε πρακτική, έχοντας υπόψη μας την αυξημένη εκμετάλλευση που τη συνοδεύει, δε δικαιολογεί το να πληρωνόμαστε λιγότερο (ή και καθόλου) για αυτή. Γιατί μπορεί να συμβαίνει κατά τη διάρκεια της φοίτησής μας, αλλά εκπαιδευόμαστε σε συγκεκριμένες δεξιότητες και δουλεύουμε σε συγκεκριμένα αντικείμενα που τα επιλέγει το εκάστοτε αφεντικό, ώστε να οδηγήσουν άμεσα σε πολλαπλασιασμό των κερδών του. Πουλάμε δηλαδή την εργατική μας δύναμη και απαιτούμε να αμειβόμαστε γι’ αυτό. Δε θέλουμε να επωμιστούμε το κόστος της εκπαίδευσής μας (κόστος είτε χρονικό, καθώς θα πρέπει να δουλεύουμε κι αλλού για να μπορέσουμε να επιβιώσουμε, είτε χρηματικό για εκείνους που θα μας χρηματοδοτούν για να συμπληρώσουμε το εισόδημά μας). Το κόστος αυτό πρέπει να το αναλάβουν τα αφεντικά και ο εργαζόμενος να πληρώνεται όσο και οι υπόλοιποι καθ’ όλη τη διάρκεια της μαθητείας του.

η πρακτική είναι εργασία
και πρέπει να ασφαλίζεται σαν εργασία

Προχωρώντας τώρα στο κομμάτι της ασφάλισης, το ότι κάθε μορφή εργασίας, όπως και αν βαφτίζεται, πρέπει να συνδέεται με πλήρη ασφάλιση που περιλαμβάνει πλήρη ένσημα (ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης και συντάξιμα) δεν ξέρουμε κατά πόσο χρήζει ενδελεχούς επιχειρηματολογίας. Μας φαίνεται αυτονόητο.

Ωστόσο αυτό που συμβαίνει στην πραγματικότητα είναι πως η ανασφάλιστη εργασία αρχίζει να επεκτείνεται και στο εσωτερικό του πανεπιστημίου, καθώς η «ασφάλιση έναντι εργατικού ατυχήματος» δεν είναι τίποτε παραπάνω από το ελάχιστο δυνατό που μπορεί να γίνει ώστε το πανεπιστήμιο να μπορεί τυπικά να ισχυριστεί ότι η σχετική εργασία δεν είναι μαύρη. Η «ασφάλιση έναντι εργατικού ατυχήματος» σε καλύπτει μόνο αν πάθεις κάτι κατά τη διάρκεια της δουλειάς. Δεν είναι ασφάλιση γενικής ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, πόσο μάλλον ασφάλιση με συντάξιμα ένσημα.

Το πανεπιστήμιο προκειμένου να επιλυθεί το σχετικό πρόβλημα, τουλάχιστον στο επίπεδο της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, καταφεύγει στις προβλέψεις της φοιτητικής μέριμνας για ανασφάλιστους φοιτητές. Σύμφωνα με τις σχετικές νομοθεσίες, ανασφάλιστοι φοιτητές/τριες δικαιούνται ασφαλιστικής κάλυψης μέχρι το ν+2 έτος μέσω της έκδοσης πανεπιστημιακού βιβλιαρίου υγείας. Ωστόσο, στην περίπτωση ανασφάλιστων φοιτητών που κάνουν πρακτική σε έτος μεγαλύτερο από ν+2 δεν υπάρχει καμία πρόβλεψη και αφήνονται εκτεθειμένοι να κάνουν πρακτική σε καθεστώς ημι-ανασφάλιστης εργασίας. Μάλιστα αυτή την ημι-ασφάλιση καλούνται να την πληρώσουν οι ίδιοι, με αποτέλεσμα τη μείωση των ήδη χαμηλών μηνιαίων απολαβών τους από τα 240€ στα 180€.

Από τη δική μας σκοπιά, η πρακτική άσκηση θα έπρεπε, ανεξαρτήτως έτους φοίτησης του φοιτητή, να συνοδεύεται με κόλληση πλήρων ενσήμων για κάθε μέρα εργασίας ή με απόδοση του χρηματικού ισοδύναμου του ενσήμου στη φοιτήτρια, εάν αυτή είναι ήδη ασφαλισμένη αλλού.

Αν μη τι άλλο θεωρούμε υποχρέωση του πανεπιστημίου το να παρέχει τη δυνατότητα απόκτησης πανεπιστημιακού βιβλιαρίου υγείας σε όλους τους φοιτητές και φοιτήτριες που πρόκειται να κάνουν πρακτική άσκηση, ανεξαρτήτως έτους φοίτησης. Όσο για τη διάρκεια του βιβλιαρίου, λαμβάνοντας υπόψη ότι πρακτική δύο μηνών, όπως αυτές που πρόκειται να γίνουν μέσω ΕΣΠΑ, αντιστοιχεί σε 50 ένσημα και το γεγονός ότι μέχρι πριν κάποια χρόνια (πριν από τα πακέτα μέτρων που ξεκίνησαν να ψηφίζονται εις βάρος των ασφαλιζόμενων), τα ένσημα που απαιτούνταν για ετήσια ιατροφαρμακευτική περίθαλψη ήταν 50 (μετά ανέβηκαν στα 200 και αργότερα έπεσαν στα 120, που είναι πάλι πολλά) η διάρκεια αυτή θα πρέπει να είναι ενός χρόνου.

τα παιχνίδια με τις λέξεις δε θα γίνονται στις πλάτες μας

η πρακτική είναι εργασία
και πρέπει να αμείβεται και να ασφαλίζεται σαν εργασία

 

πρακτική & ασφάλιση a   πρακτική & ασφάλιση b

Leave a comment

Your email address will not be published. Required fields are marked *